μεσαίτατον

μεσαίτατον
μέσος
b
masc acc sg
μέσος
b
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεσαίτατος — μεσαίτατος, άτη, ον (ΑM, Μ και μέσιος, ία, ον) υπερθ. τού μέσος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσαίτατον το μέσο ακριβώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος (για τη μορφή μεσαι βλ. μεσ[ο] ) + κατάλ. υπερθ. τατος (πρβλ. παλαίτατος)] …   Dictionary of Greek

  • ԿՈՐԻԶ — (կորզոյ.) NBH 1 1119 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 11c, 14c գ. Կուտ. հատն հատն ʼի միջուկի պտղոց. որ եւ ՍԵՐՄՆ. μεσαίτατον, γίγαρτον եւն. կուտ. ... *Մրջիւնն զհատ կամ զկորիզ իրք (գուցէ իրիք) յորժամ տանի ʼի ծակն, ընդ մէջ կտրէ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”